Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gèttito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛttito]

1 εμπορεύματα αβαρίας πλοίου
2 είσπραξη
3 απολαβή
4 ναυάγια που ξεβράζει η θάλασσα
5 απόδοση
6 έκβρασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gettata getto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gesummaria (επιφ.)
geto (ουσ αρσ )
gettare (ρ. μτβ.)
gettarsi (ρ.μ. (αντων.))
gettata (θηλ.ουσ)
gettito (ουσ αρσ )
getto (ουσ αρσ )
gettonare (ρ. μτβ.)
gettone (ουσ αρσ )
gettopropulsione (θηλ.ουσ)
geyser (ουσ αρσ )
geyserite (θηλ.ουσ)
ghenga (θηλ.ουσ)
ghepardo (ουσ αρσ )
gheppio (ουσ αρσ )
gheriglio (ουσ αρσ )
gherlino (ουσ αρσ )
gherminella (θηλ.ουσ)
ghermire (ρ. μτβ.)
gherone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---