Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgèttito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛttito] 1 εμπορεύματα αβαρίας πλοίου 2 είσπραξη 3 απολαβή 4 ναυάγια που ξεβράζει η θάλασσα 5 απόδοση 6 έκβρασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |