Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gettàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤetˈtata]

1 πέταμα
2 πτώση
3 καυλός
4 κυματοθραύστης
5 χυτό μεταλλικό αντικείμενο
6 βλαστάρι
7 ριξιά
8 χύσιμο (σε χυτήριο)
9 ρίξιμο
10 χύσιμο μέταλλου
11 ξεβλάσταρο
12 εμβέλεια
13 βλαστός
14 βεληνεκές
15 βλάστημα
16 ρήψη
17 υδατοφράκτης
18 προκυμαία
19 απόρριψη
20 πέσιμο
21 εκβλάστημα
22 απόρριμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gettarsi gettito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gesuitismo (ουσ αρσ )
gesummaria (επιφ.)
geto (ουσ αρσ )
gettare (ρ. μτβ.)
gettarsi (ρ.μ. (αντων.))
gettata (θηλ.ουσ)
gettito (ουσ αρσ )
getto (ουσ αρσ )
gettonare (ρ. μτβ.)
gettone (ουσ αρσ )
gettopropulsione (θηλ.ουσ)
geyser (ουσ αρσ )
geyserite (θηλ.ουσ)
ghenga (θηλ.ουσ)
ghepardo (ουσ αρσ )
gheppio (ουσ αρσ )
gheriglio (ουσ αρσ )
gherlino (ουσ αρσ )
gherminella (θηλ.ουσ)
ghermire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---