Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


enumeràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [enumeˈrare]

1 καθορίζω
2 αναφέρω λεπτομερώς
3 καθορίζω λεπτομερώς
4 ορίζω
5 απαριθμώ
6 προσδιορίζω
7 προδιαγράφω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  enucleazione enumerazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

entusiasta (επίθ.)
entusiasticamente (επίρ.)
entusiastico (επίθ.)
enucleare (ρ. μτβ.)
enucleazione (θηλ.ουσ)
enumerare (ρ. μτβ.)
enumerazione (θηλ.ουσ)
enunciare (ρ. μτβ.)
enunciativo (επίθ.)
enunciato (αρσ. επίθ και ουσ)
enunciazione (θηλ.ουσ)
enuresi (θηλ.ουσ)
enzima (ουσ αρσ )
enzimatico (επίθ.)
enzimologia (θηλ.ουσ)
enzoozia (θηλ.ουσ)
eocene (ουσ αρσ )
eocenico (αρσ. επίθ και ουσ)
eolico (επίθ.)
eolio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---