Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόenucleazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [enukleatˈtsjone] 1 αφαίρεση του πυρήνα 2 αφαίρεση όγκου ή οργάνου (χειρουργική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |