Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


entusiasticaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [entuzjastikaˈmente]

ενθουσιαστικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  entusiasta entusiastico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

entusiasmare (ρ. μτβ.)
entusiasmarsi (ρ.μ. (αντων.))
entusiasmo (ουσ αρσ )
entusiasta (ουσ αρσ και θηλ.)
entusiasta (επίθ.)
entusiasticamente (επίρ.)
entusiastico (επίθ.)
enucleare (ρ. μτβ.)
enucleazione (θηλ.ουσ)
enumerare (ρ. μτβ.)
enumerazione (θηλ.ουσ)
enunciare (ρ. μτβ.)
enunciativo (επίθ.)
enunciato (αρσ. επίθ και ουσ)
enunciazione (θηλ.ουσ)
enuresi (θηλ.ουσ)
enzima (ουσ αρσ )
enzimatico (επίθ.)
enzimologia (θηλ.ουσ)
enzoozia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---