entusiàsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [entuˈzjasta]
1 ενθουσιαστής
2 εκστασιασμένος
3 ενθουσιασμένος
4 υπερευχαριστημένος
5 ικανοποιημένος
6 οιστρήλατος
entusiàsta
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [entuˈzjasta]
ενθουσιασμένος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [entuˈzjasta]
1 ενθουσιαστής
2 εκστασιασμένος
3 ενθουσιασμένος
4 υπερευχαριστημένος
5 ικανοποιημένος
6 οιστρήλατος
entusiàsta
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [entuˈzjasta]
ενθουσιασμένος (-η, -ο)
permalink
entusiasta (ουσ αρσ και θηλ.)
entusiasta (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android