Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόentusiàsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [entuˈzjasta] 1 ενθουσιαστής 2 εκστασιασμένος 3 ενθουσιασμένος 4 υπερευχαριστημένος 5 ικανοποιημένος 6 οιστρήλατος entusiàsta επίθετο Προσφορά I.P.A.: [entuˈzjasta] ενθουσιασμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |