Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόentusiàstico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [entuˈzjastiko] 1 ενθουσιαστικός 2 διθυραμβικός 3 ενθουσιώδης 4 συναρπαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |