Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


entusiàstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [entuˈzjastiko]

1 ενθουσιαστικός
2 διθυραμβικός
3 ενθουσιώδης
4 συναρπαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  entusiasticamente enucleare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

entusiasmarsi (ρ.μ. (αντων.))
entusiasmo (ουσ αρσ )
entusiasta (ουσ αρσ και θηλ.)
entusiasta (επίθ.)
entusiasticamente (επίρ.)
entusiastico (επίθ.)
enucleare (ρ. μτβ.)
enucleazione (θηλ.ουσ)
enumerare (ρ. μτβ.)
enumerazione (θηλ.ουσ)
enunciare (ρ. μτβ.)
enunciativo (επίθ.)
enunciato (αρσ. επίθ και ουσ)
enunciazione (θηλ.ουσ)
enuresi (θηλ.ουσ)
enzima (ουσ αρσ )
enzimatico (επίθ.)
enzimologia (θηλ.ουσ)
enzoozia (θηλ.ουσ)
eocene (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---