Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


enzìma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [enˈdzima]

Ένζυμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  enuresi enzimatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

enunciare (ρ. μτβ.)
enunciativo (επίθ.)
enunciato (αρσ. επίθ και ουσ)
enunciazione (θηλ.ουσ)
enuresi (θηλ.ουσ)
enzima (ουσ αρσ )
enzimatico (επίθ.)
enzimologia (θηλ.ουσ)
enzoozia (θηλ.ουσ)
eocene (ουσ αρσ )
eocenico (αρσ. επίθ και ουσ)
eolico (επίθ.)
eolio (επίθ.)
Eolo (κύρ.όν. αρσ.)
eosina (θηλ.ουσ)
eosinofilia (θηλ.ουσ)
eosinofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
epa (θηλ.ουσ)
epagoge (θηλ.ουσ)
epagogico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---