Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eosinòfilo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [eoziˈnɔfilo]

ηωσινόφιλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eosinofilia epa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eolico (επίθ.)
eolio (επίθ.)
Eolo (κύρ.όν. αρσ.)
eosina (θηλ.ουσ)
eosinofilia (θηλ.ουσ)
eosinofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
epa (θηλ.ουσ)
epagoge (θηλ.ουσ)
epagogico (επίθ.)
eparchia (θηλ.ουσ)
eparco (ουσ αρσ )
eparina (θηλ.ουσ)
epatica (θηλ.ουσ)
epatico (ουσ αρσ )
epatico (επίθ.)
epatite (θηλ.ουσ)
epatobiliare (επίθ.)
epatologia (θηλ.ουσ)
epatomegalia (θηλ.ουσ)
epatopatia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---