Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epàtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈpatiko]

ηπατοπαθής

epàtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈpatiko]

ηπατικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epatica epatite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epagogico (επίθ.)
eparchia (θηλ.ουσ)
eparco (ουσ αρσ )
eparina (θηλ.ουσ)
epatica (θηλ.ουσ)
epatico (ουσ αρσ )
epatico (επίθ.)
epatite (θηλ.ουσ)
epatobiliare (επίθ.)
epatologia (θηλ.ουσ)
epatomegalia (θηλ.ουσ)
epatopatia (θηλ.ουσ)
epatoprotettore (επίθ.)
epatosi (θηλ.ουσ)
epatotomia (θηλ.ουσ)
epatotossicità (θηλ.ουσ)
epatotossina (θηλ.ουσ)
epatta (θηλ.ουσ)
epentesi (θηλ.ουσ)
epentetico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---