Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Èolo
κύριο όνομα αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛolo]

Αίολος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eolio eosina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

enzoozia (θηλ.ουσ)
eocene (ουσ αρσ )
eocenico (αρσ. επίθ και ουσ)
eolico (επίθ.)
eolio (επίθ.)
Eolo (κύρ.όν. αρσ.)
eosina (θηλ.ουσ)
eosinofilia (θηλ.ουσ)
eosinofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
epa (θηλ.ουσ)
epagoge (θηλ.ουσ)
epagogico (επίθ.)
eparchia (θηλ.ουσ)
eparco (ουσ αρσ )
eparina (θηλ.ουσ)
epatica (θηλ.ουσ)
epatico (ουσ αρσ )
epatico (επίθ.)
epatite (θηλ.ουσ)
epatobiliare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---