Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eocène  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eoˈʧɛne]

ηώκαινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  enzoozia eocenico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

enuresi (θηλ.ουσ)
enzima (ουσ αρσ )
enzimatico (επίθ.)
enzimologia (θηλ.ουσ)
enzoozia (θηλ.ουσ)
eocene (ουσ αρσ )
eocenico (αρσ. επίθ και ουσ)
eolico (επίθ.)
eolio (επίθ.)
Eolo (κύρ.όν. αρσ.)
eosina (θηλ.ουσ)
eosinofilia (θηλ.ουσ)
eosinofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
epa (θηλ.ουσ)
epagoge (θηλ.ουσ)
epagogico (επίθ.)
eparchia (θηλ.ουσ)
eparco (ουσ αρσ )
eparina (θηλ.ουσ)
epatica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---