Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόentràta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [enˈtrata] (di edificio) η είσοδος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαοικονομία le entrate [θηλ. πλυθ.] = economia τα έσοδα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |