Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόentràre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [enˈtrare] μπαίνω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαche c'entro io con ciò? = Τι δουλειά έχω εγώ μ' αυτό; || entrare in vigore = μπαίνω σε ισχύ || entri! = περάστε! || non c'entra = δεν έχει σχέση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |