Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


entozòo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [entodˈdzɔo]

1 ενδόζωο
2 ενδοπαράσιτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  entomologo entraineuse  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

entomofilia (θηλ.ουσ)
entomofilo (επίθ.)
entomologia (θηλ.ουσ)
entomologico (επίθ.)
entomologo (ουσ αρσ )
entozoo (ουσ αρσ )
entraineuse (θηλ.ουσ)
entrambi (αντων.)
entrante (επίθ.)
entrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
entrata (θηλ.ουσ)
entratura (θηλ.ουσ)
entro (πρόθ.)
entrobordo (αρσ. επίθ και ουσ)
entropia (θηλ.ουσ)
entropico (επίθ.)
entroterra (ουσ αρσ )
entusiasmante (επίθ.)
entusiasmare (ρ. μτβ.)
entusiasmarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---