Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


entratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [entraˈtura]

1 είσοδος
2 τιμή εισόδου
3 οικειότητα
4 εξοικείωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  entrata entro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

entraineuse (θηλ.ουσ)
entrambi (αντων.)
entrante (επίθ.)
entrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
entrata (θηλ.ουσ)
entratura (θηλ.ουσ)
entro (πρόθ.)
entrobordo (αρσ. επίθ και ουσ)
entropia (θηλ.ουσ)
entropico (επίθ.)
entroterra (ουσ αρσ )
entusiasmante (επίθ.)
entusiasmare (ρ. μτβ.)
entusiasmarsi (ρ.μ. (αντων.))
entusiasmo (ουσ αρσ )
entusiasta (ουσ αρσ και θηλ.)
entusiasta (επίθ.)
entusiasticamente (επίρ.)
entusiastico (επίθ.)
enucleare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---