Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


entomològico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [entomoˈlɔʤiko]

εντομολογικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  entomologia entomologo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

entomofago (ουσ αρσ )
entomofago (επίθ.)
entomofilia (θηλ.ουσ)
entomofilo (επίθ.)
entomologia (θηλ.ουσ)
entomologico (επίθ.)
entomologo (ουσ αρσ )
entozoo (ουσ αρσ )
entraineuse (θηλ.ουσ)
entrambi (αντων.)
entrante (επίθ.)
entrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
entrata (θηλ.ουσ)
entratura (θηλ.ουσ)
entro (πρόθ.)
entrobordo (αρσ. επίθ και ουσ)
entropia (θηλ.ουσ)
entropico (επίθ.)
entroterra (ουσ αρσ )
entusiasmante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---