Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


entità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [entiˈta]

1 έκταση
2 σπουδαιότητα
3 οντότητα
4 ίδια η ουσία
5 ύπαρξη
6 προσωπικότητα
7 βαθμός
8 βαρύτητα
9 μέγεθος
10 σημασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  enterotomia entomofago  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

enteropatia (θηλ.ουσ)
enteropatogeno (επίθ.)
enteroptosi (θηλ.ουσ)
enterorragia (θηλ.ουσ)
enterotomia (θηλ.ουσ)
entità (θηλ.ουσ)
entomofago (ουσ αρσ )
entomofago (επίθ.)
entomofilia (θηλ.ουσ)
entomofilo (επίθ.)
entomologia (θηλ.ουσ)
entomologico (επίθ.)
entomologo (ουσ αρσ )
entozoo (ουσ αρσ )
entraineuse (θηλ.ουσ)
entrambi (αντων.)
entrante (επίθ.)
entrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
entrata (θηλ.ουσ)
entratura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---