entità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [entiˈta]
1 έκταση
2 σπουδαιότητα
3 οντότητα
4 ίδια η ουσία
5 ύπαρξη
6 προσωπικότητα
7 βαθμός
8 βαρύτητα
9 μέγεθος
10 σημασία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [entiˈta]
1 έκταση
2 σπουδαιότητα
3 οντότητα
4 ίδια η ουσία
5 ύπαρξη
6 προσωπικότητα
7 βαθμός
8 βαρύτητα
9 μέγεθος
10 σημασία
permalink
entità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android