Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


enteropatogeno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,ɛnteropaˈtɔʤeno]

εντεροπαθογόνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  enteropatia enteroptosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

enterochinasi (θηλ.ουσ)
enteroclisi (θηλ.ουσ)
enteroclisma (ουσ αρσ )
enterocolite (θηλ.ουσ)
enteropatia (θηλ.ουσ)
enteropatogeno (επίθ.)
enteroptosi (θηλ.ουσ)
enterorragia (θηλ.ουσ)
enterotomia (θηλ.ουσ)
entità (θηλ.ουσ)
entomofago (ουσ αρσ )
entomofago (επίθ.)
entomofilia (θηλ.ουσ)
entomofilo (επίθ.)
entomologia (θηλ.ουσ)
entomologico (επίθ.)
entomologo (ουσ αρσ )
entozoo (ουσ αρσ )
entraineuse (θηλ.ουσ)
entrambi (αντων.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---