Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depicciolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [depitʧoˈlare]

αφαιρώ το κοτσάνι (από φρούτο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depersonalizzazione depigmentato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deperibilità (θηλ.ουσ)
deperimento (ουσ αρσ )
deperire (ρ.αμτβ.)
deperito (επίθ.)
depersonalizzazione (θηλ.ουσ)
depicciolare (ρ. μτβ.)
depigmentato (επίθ.)
depigmentazione (θηλ.ουσ)
depilare (ρ. μτβ.)
depilato (επίθ.)
depilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
depilatorio (επίθ.)
depilatrice (θηλ.ουσ)
depilazione (θηλ.ουσ)
depistare (ρ. μτβ.)
depliant (ουσ αρσ )
deplorabile (επίθ.)
deplorare (ρ. μτβ.)
deplorazione (θηλ.ουσ)
deplorevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---