Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depilàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [depiˈlare]

1 μαδώ
2 αποτριχώνω
3 αφαιρώ τις τρίχες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depigmentazione depilato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deperito (επίθ.)
depersonalizzazione (θηλ.ουσ)
depicciolare (ρ. μτβ.)
depigmentato (επίθ.)
depigmentazione (θηλ.ουσ)
depilare (ρ. μτβ.)
depilato (επίθ.)
depilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
depilatorio (επίθ.)
depilatrice (θηλ.ουσ)
depilazione (θηλ.ουσ)
depistare (ρ. μτβ.)
depliant (ουσ αρσ )
deplorabile (επίθ.)
deplorare (ρ. μτβ.)
deplorazione (θηλ.ουσ)
deplorevole (επίθ.)
depolarizzante (ουσ αρσ )
depolarizzante (επίθ.)
depolarizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---