Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deperìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [depeˈrito]

1 εξαντλημένος
2 λαθρακιασμένος
3 αδυνατισμένος πολύ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deperire depersonalizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depennare (ρ. μτβ.)
deperibile (επίθ.)
deperibilità (θηλ.ουσ)
deperimento (ουσ αρσ )
deperire (ρ.αμτβ.)
deperito (επίθ.)
depersonalizzazione (θηλ.ουσ)
depicciolare (ρ. μτβ.)
depigmentato (επίθ.)
depigmentazione (θηλ.ουσ)
depilare (ρ. μτβ.)
depilato (επίθ.)
depilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
depilatorio (επίθ.)
depilatrice (θηλ.ουσ)
depilazione (θηλ.ουσ)
depistare (ρ. μτβ.)
depliant (ουσ αρσ )
deplorabile (επίθ.)
deplorare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---