Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deperìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [depeˈribile]

φθαρτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depennare deperibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depauperare (ρ. μτβ.)
depenalizzare (ρ. μτβ.)
depenalizzazione (θηλ.ουσ)
dependance (θηλ.ουσ)
depennare (ρ. μτβ.)
deperibile (επίθ.)
deperibilità (θηλ.ουσ)
deperimento (ουσ αρσ )
deperire (ρ.αμτβ.)
deperito (επίθ.)
depersonalizzazione (θηλ.ουσ)
depicciolare (ρ. μτβ.)
depigmentato (επίθ.)
depigmentazione (θηλ.ουσ)
depilare (ρ. μτβ.)
depilato (επίθ.)
depilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
depilatorio (επίθ.)
depilatrice (θηλ.ουσ)
depilazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---