Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deperìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [depeˈrire]

1 μαραίνομαι
2 λιώνω
3 αδυνατίζω
4 φθίνω
5 σβήνω
6 σαραβαλιάζομαι
7 χάνομαι
8 χειροτερεύω
9 πλησιάζω προς το τέλος
10 χάνω δυνάμεις
11 φθείρομαι
12 επιδεινώνομαι
13 εξασθενίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deperimento deperito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dependance (θηλ.ουσ)
depennare (ρ. μτβ.)
deperibile (επίθ.)
deperibilità (θηλ.ουσ)
deperimento (ουσ αρσ )
deperire (ρ.αμτβ.)
deperito (επίθ.)
depersonalizzazione (θηλ.ουσ)
depicciolare (ρ. μτβ.)
depigmentato (επίθ.)
depigmentazione (θηλ.ουσ)
depilare (ρ. μτβ.)
depilato (επίθ.)
depilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
depilatorio (επίθ.)
depilatrice (θηλ.ουσ)
depilazione (θηλ.ουσ)
depistare (ρ. μτβ.)
depliant (ουσ αρσ )
deplorabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---