Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deperiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deperiˈmento]

1 απώλεια
2 φθορά
3 κακή κατάσταση υγείας
4 χειροτέρευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deperibilità deperire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depenalizzazione (θηλ.ουσ)
dependance (θηλ.ουσ)
depennare (ρ. μτβ.)
deperibile (επίθ.)
deperibilità (θηλ.ουσ)
deperimento (ουσ αρσ )
deperire (ρ.αμτβ.)
deperito (επίθ.)
depersonalizzazione (θηλ.ουσ)
depicciolare (ρ. μτβ.)
depigmentato (επίθ.)
depigmentazione (θηλ.ουσ)
depilare (ρ. μτβ.)
depilato (επίθ.)
depilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
depilatorio (επίθ.)
depilatrice (θηλ.ουσ)
depilazione (θηλ.ουσ)
depistare (ρ. μτβ.)
depliant (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---