Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeperiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deperiˈmento] 1 απώλεια 2 φθορά 3 κακή κατάσταση υγείας 4 χειροτέρευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |