Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depauperaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [depawperaˈmento]

1 φτώχεια
2 πτώχευση
3 εξαθλίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deparaffinazione depauperare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deossiribonucleico (επίθ.)
deossiribonucleoproteina (θηλ.ουσ)
deostruire (ρ. μτβ.)
deparaffinare (ρ. μτβ.)
deparaffinazione (θηλ.ουσ)
depauperamento (ουσ αρσ )
depauperare (ρ. μτβ.)
depenalizzare (ρ. μτβ.)
depenalizzazione (θηλ.ουσ)
dependance (θηλ.ουσ)
depennare (ρ. μτβ.)
deperibile (επίθ.)
deperibilità (θηλ.ουσ)
deperimento (ουσ αρσ )
deperire (ρ.αμτβ.)
deperito (επίθ.)
depersonalizzazione (θηλ.ουσ)
depicciolare (ρ. μτβ.)
depigmentato (επίθ.)
depigmentazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---