Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deparaffinazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deparaffinatˈtsjone]

αφαίρεση της παραφίνης (ή κεριού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deparaffinare depauperamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deontologico (επίθ.)
deossiribonucleico (επίθ.)
deossiribonucleoproteina (θηλ.ουσ)
deostruire (ρ. μτβ.)
deparaffinare (ρ. μτβ.)
deparaffinazione (θηλ.ουσ)
depauperamento (ουσ αρσ )
depauperare (ρ. μτβ.)
depenalizzare (ρ. μτβ.)
depenalizzazione (θηλ.ουσ)
dependance (θηλ.ουσ)
depennare (ρ. μτβ.)
deperibile (επίθ.)
deperibilità (θηλ.ουσ)
deperimento (ουσ αρσ )
deperire (ρ.αμτβ.)
deperito (επίθ.)
depersonalizzazione (θηλ.ουσ)
depicciolare (ρ. μτβ.)
depigmentato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---