Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


denùncia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deˈnunʧa]

η μήνυση, η καταγγελία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  denudazione denunciare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


denuncia [θηλ.] dei redditi = η φορολογική δήλωση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

denuclearizzazione (θηλ.ουσ)
denudamento (ουσ αρσ )
denudare (ρ. μτβ.)
denudarsi (ρ.μ. (αντων.))
denudazione (θηλ.ουσ)
denuncia (θηλ.ουσ)
denunciare (ρ. μτβ.)
denunciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denunzia (θηλ.ουσ)
denunziare (ρ. μτβ.)
denunziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denutrito (επίθ.)
denutrizione (θηλ.ουσ)
deodara (θηλ.ουσ)
deodorante (ουσ αρσ )
deodorante (επίθ.)
deodorare (ρ. μτβ.)
deodorizzazione (θηλ.ουσ)
deontologia (θηλ.ουσ)
deontologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---