Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


denudaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [denudaˈmento]

απογύμνωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  denuclearizzazione denudare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dentizione (θηλ.ουσ)
dentro (πρόθ.)
dentro (επίρ.)
denuclearizzare (ρ. μτβ.)
denuclearizzazione (θηλ.ουσ)
denudamento (ουσ αρσ )
denudare (ρ. μτβ.)
denudarsi (ρ.μ. (αντων.))
denudazione (θηλ.ουσ)
denuncia (θηλ.ουσ)
denunciare (ρ. μτβ.)
denunciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denunzia (θηλ.ουσ)
denunziare (ρ. μτβ.)
denunziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denutrito (επίθ.)
denutrizione (θηλ.ουσ)
deodara (θηλ.ουσ)
deodorante (ουσ αρσ )
deodorante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---