Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


denùnzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deˈnuntsja]

1 ειδοποίηση
2 άγγελμα
3 διαμήνυση
4 κοινοποίηση
5 αγωγή
6 κατηγορία
7 καταγγελία
8 κήρυξη
9 δήλωση
10 διακήρυξη
11 ανακοίνωση
12 εξαγγελία
13 αναγγελία
14 γνωστοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  denunciatore denunziare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

denudarsi (ρ.μ. (αντων.))
denudazione (θηλ.ουσ)
denuncia (θηλ.ουσ)
denunciare (ρ. μτβ.)
denunciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denunzia (θηλ.ουσ)
denunziare (ρ. μτβ.)
denunziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denutrito (επίθ.)
denutrizione (θηλ.ουσ)
deodara (θηλ.ουσ)
deodorante (ουσ αρσ )
deodorante (επίθ.)
deodorare (ρ. μτβ.)
deodorizzazione (θηλ.ουσ)
deontologia (θηλ.ουσ)
deontologico (επίθ.)
deossiribonucleico (επίθ.)
deossiribonucleoproteina (θηλ.ουσ)
deostruire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---