Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


denudàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [denuˈdare]

1 ξεβρακώνω
2 ξεντύνω
3 ξεσκεπάζω
4 απογυμνώνω
5 γδύνω
6 ξεγυμνώνω

denudarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [denuˈdarsi]

1 ξεβρακώνομαι
2 ξεντύνομαι
3 ξεσκεπάζομαι
4 απογυμνώνομαι
5 γδύνομαι
6 ξεγυμνώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  denudamento denudazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dentro (πρόθ.)
dentro (επίρ.)
denuclearizzare (ρ. μτβ.)
denuclearizzazione (θηλ.ουσ)
denudamento (ουσ αρσ )
denudare (ρ. μτβ.)
denudarsi (ρ.μ. (αντων.))
denudazione (θηλ.ουσ)
denuncia (θηλ.ουσ)
denunciare (ρ. μτβ.)
denunciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denunzia (θηλ.ουσ)
denunziare (ρ. μτβ.)
denunziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denutrito (επίθ.)
denutrizione (θηλ.ουσ)
deodara (θηλ.ουσ)
deodorante (ουσ αρσ )
deodorante (επίθ.)
deodorare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---