Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdenudazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [denudatˈtsjone] 1 ξεβράκωμα 2 ξεσκέπασμα 3 ξεγύμνωμα 4 απογύμνωση 5 γδύσιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |