Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deodorizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deodoriddzatˈtsjone]

αφαίρεση οσμής (με αποσμητικό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deodorare deontologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

denutrizione (θηλ.ουσ)
deodara (θηλ.ουσ)
deodorante (ουσ αρσ )
deodorante (επίθ.)
deodorare (ρ. μτβ.)
deodorizzazione (θηλ.ουσ)
deontologia (θηλ.ουσ)
deontologico (επίθ.)
deossiribonucleico (επίθ.)
deossiribonucleoproteina (θηλ.ουσ)
deostruire (ρ. μτβ.)
deparaffinare (ρ. μτβ.)
deparaffinazione (θηλ.ουσ)
depauperamento (ουσ αρσ )
depauperare (ρ. μτβ.)
depenalizzare (ρ. μτβ.)
depenalizzazione (θηλ.ουσ)
dependance (θηλ.ουσ)
depennare (ρ. μτβ.)
deperibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---