Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


denàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈnaro]

το χρήμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demulcente denaroso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


denaro [αρσ.] liquido = το ρευστό χρήμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demoscopico (επίθ.)
demostene (ουσ αρσ )
demotico (αρσ. επίθ και ουσ)
demotismo (ουσ αρσ )
demulcente (αρσ. επίθ και ουσ)
denaro (ουσ αρσ )
denaroso (αρσ. επίθ και ουσ)
denatalità (θηλ.ουσ)
denaturante (ουσ αρσ )
denaturante (επίθ.)
denaturare (ρ. μτβ.)
denaturato (επίθ.)
denaturazione (θηλ.ουσ)
denazificare (ρ. μτβ.)
denazificazione (θηλ.ουσ)
denazionalizzare (ρ. μτβ.)
denazionalizzazione (θηλ.ουσ)
dendraspide (ουσ αρσ )
dendrite (θηλ.ουσ)
dendritico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---