Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


denaturànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [denatuˈrante]

ουσία νόθευσης ή μετουσίωσης

denaturànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [denatuˈrante]

1 νοθευτικός
2 που αλλοιώνει την φύση κάποιου πράγματος
3 που κάνει κάτι ακατάλληλο προς πόση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  denatalità denaturare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demotismo (ουσ αρσ )
demulcente (αρσ. επίθ και ουσ)
denaro (ουσ αρσ )
denaroso (αρσ. επίθ και ουσ)
denatalità (θηλ.ουσ)
denaturante (ουσ αρσ )
denaturante (επίθ.)
denaturare (ρ. μτβ.)
denaturato (επίθ.)
denaturazione (θηλ.ουσ)
denazificare (ρ. μτβ.)
denazificazione (θηλ.ουσ)
denazionalizzare (ρ. μτβ.)
denazionalizzazione (θηλ.ουσ)
dendraspide (ουσ αρσ )
dendrite (θηλ.ουσ)
dendritico (επίθ.)
dendrocronologia (θηλ.ουσ)
dendrografia (θηλ.ουσ)
dendrografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---