Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdenaturazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [denaturatˈtsjone] 1 νόθευση 2 μεθυλίωση 3 μετουσίωση 4 αλλοίωση της φύσης προὶόντος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |