Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


denazificazióne, denazificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [denattsifikatˈtsjone], [denaddzifikatˈtsjone]

αφαίρεση του ναζιστικού χαρακτήρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  denazificare denazionalizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

denaturante (επίθ.)
denaturare (ρ. μτβ.)
denaturato (επίθ.)
denaturazione (θηλ.ουσ)
denazificare (ρ. μτβ.)
denazificazione (θηλ.ουσ)
denazionalizzare (ρ. μτβ.)
denazionalizzazione (θηλ.ουσ)
dendraspide (ουσ αρσ )
dendrite (θηλ.ουσ)
dendritico (επίθ.)
dendrocronologia (θηλ.ουσ)
dendrografia (θηλ.ουσ)
dendrografico (επίθ.)
dendrologia (θηλ.ουσ)
dendrologico (επίθ.)
dendrometria (θηλ.ουσ)
dendrometro (ουσ αρσ )
denegare (ρ. μτβ.)
denegatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---