Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dendrìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [denˈdrite]

1 ορυκτό σε δενδριτική κρυστάλλωση
2 κρυστάλλωση ορυκτού σε σχήμα δενδριτικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dendraspide dendritico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

denazificare (ρ. μτβ.)
denazificazione (θηλ.ουσ)
denazionalizzare (ρ. μτβ.)
denazionalizzazione (θηλ.ουσ)
dendraspide (ουσ αρσ )
dendrite (θηλ.ουσ)
dendritico (επίθ.)
dendrocronologia (θηλ.ουσ)
dendrografia (θηλ.ουσ)
dendrografico (επίθ.)
dendrologia (θηλ.ουσ)
dendrologico (επίθ.)
dendrometria (θηλ.ουσ)
dendrometro (ουσ αρσ )
denegare (ρ. μτβ.)
denegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denegazione (θηλ.ουσ)
denicotinizzare (ρ. μτβ.)
denicotinizzazione (θηλ.ουσ)
denigrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---