Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdendrìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [denˈdrite] 1 ορυκτό σε δενδριτική κρυστάλλωση 2 κρυστάλλωση ορυκτού σε σχήμα δενδριτικό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |