Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dendròmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [denˈdrɔmetro]

δενδρόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dendrometria denegare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dendrografia (θηλ.ουσ)
dendrografico (επίθ.)
dendrologia (θηλ.ουσ)
dendrologico (επίθ.)
dendrometria (θηλ.ουσ)
dendrometro (ουσ αρσ )
denegare (ρ. μτβ.)
denegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denegazione (θηλ.ουσ)
denicotinizzare (ρ. μτβ.)
denicotinizzazione (θηλ.ουσ)
denigrare (ρ. μτβ.)
denigratore (αρσ. επίθ και ουσ)
denigratorio (επίθ.)
denigrazione (θηλ.ουσ)
denitrificare (ρ. μτβ.)
denitrificazione (θηλ.ουσ)
denocciolare (ρ. μτβ.)
denocciolatrice (θηλ.ουσ)
denominale (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---