Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


denominàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [denomiˈnale]

ονομαστικός (καλύτερα χρησιμοποίησε το denominativo)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  denocciolatrice denominare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

denigrazione (θηλ.ουσ)
denitrificare (ρ. μτβ.)
denitrificazione (θηλ.ουσ)
denocciolare (ρ. μτβ.)
denocciolatrice (θηλ.ουσ)
denominale (αρσ. επίθ και ουσ)
denominare (ρ. μτβ.)
denominarsi (ρ.μ. (αντων.))
denominativo (ουσ αρσ )
denominativo (επίθ.)
denominatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denominazione (θηλ.ουσ)
denotare (ρ. μτβ.)
denotazione (θηλ.ουσ)
densimetria (θηλ.ουσ)
densimetro (ουσ αρσ )
densità (θηλ.ουσ)
denso (επίθ.)
dentale (θηλ.ουσ)
dentale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---