Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


denitrificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [denitrifikatˈtsjone]

αφαίρεση του αζώτου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  denitrificare denocciolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

denigrare (ρ. μτβ.)
denigratore (αρσ. επίθ και ουσ)
denigratorio (επίθ.)
denigrazione (θηλ.ουσ)
denitrificare (ρ. μτβ.)
denitrificazione (θηλ.ουσ)
denocciolare (ρ. μτβ.)
denocciolatrice (θηλ.ουσ)
denominale (αρσ. επίθ και ουσ)
denominare (ρ. μτβ.)
denominarsi (ρ.μ. (αντων.))
denominativo (ουσ αρσ )
denominativo (επίθ.)
denominatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denominazione (θηλ.ουσ)
denotare (ρ. μτβ.)
denotazione (θηλ.ουσ)
densimetria (θηλ.ουσ)
densimetro (ουσ αρσ )
densità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---