Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


densìmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [denˈsimetro]

1 υδρόμετρο
2 πυκνόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  densimetria densità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

denominatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denominazione (θηλ.ουσ)
denotare (ρ. μτβ.)
denotazione (θηλ.ουσ)
densimetria (θηλ.ουσ)
densimetro (ουσ αρσ )
densità (θηλ.ουσ)
denso (επίθ.)
dentale (θηλ.ουσ)
dentale (επίθ.)
dentario (επίθ.)
dentaruolo (ουσ αρσ )
dentata (θηλ.ουσ)
dentato (επίθ.)
dentatrice (θηλ.ουσ)
dentatura (θηλ.ουσ)
dente (ουσ αρσ )
dentellare (ρ. μτβ.)
dentellato (επίθ.)
dentellatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---