Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdentatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dentaˈtura] 1 οδόντωση 2 δόντια 3 οδοντοφυΐα 4 οδοντοστοιχία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |