Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdentàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [denˈtata] 1 σημάδι από δόντια 2 δάγκωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |