Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dentìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [denˈtista]

ο/η οδοντίατρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dentina dentistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dentello (ουσ αρσ )
dentice (ουσ αρσ )
dentiera (θηλ.ουσ)
dentifricio (ουσ αρσ )
dentina (θηλ.ουσ)
dentista (ουσ αρσ και θηλ.)
dentistico (επίθ.)
dentizione (θηλ.ουσ)
dentro (πρόθ.)
dentro (επίρ.)
denuclearizzare (ρ. μτβ.)
denuclearizzazione (θηλ.ουσ)
denudamento (ουσ αρσ )
denudare (ρ. μτβ.)
denudarsi (ρ.μ. (αντων.))
denudazione (θηλ.ουσ)
denuncia (θηλ.ουσ)
denunciare (ρ. μτβ.)
denunciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denunzia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---