Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛnte] το δόντι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdente [αρσ.] del giudizio = ο φρονιμίτης || denti [αρσ. πλυθ.] del giudizio = οι φρονιμίτες [m.] || mal [αρσ.] di denti = το πονόδοντο, ο πονόδοντος || pasta [θηλ.] al dente = μακαρόνια όχι καλοβρασμένα || spazzolino [αρσ.] da denti = η οδοντόβουρτσα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |