Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dentellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dentelˈlare]

1 τρυπώ
2 διατρυπώ
3 ανοίγω σειρά τρύπες
4 κόβω δαντελωτά
5 δημιουργώ οδόντωση
6 χαράσσω εγκοπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dente dentellato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dentata (θηλ.ουσ)
dentato (επίθ.)
dentatrice (θηλ.ουσ)
dentatura (θηλ.ουσ)
dente (ουσ αρσ )
dentellare (ρ. μτβ.)
dentellato (επίθ.)
dentellatura (θηλ.ουσ)
dentello (ουσ αρσ )
dentice (ουσ αρσ )
dentiera (θηλ.ουσ)
dentifricio (ουσ αρσ )
dentina (θηλ.ουσ)
dentista (ουσ αρσ και θηλ.)
dentistico (επίθ.)
dentizione (θηλ.ουσ)
dentro (πρόθ.)
dentro (επίρ.)
denuclearizzare (ρ. μτβ.)
denuclearizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---