Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


denocciolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [denotʧoˈlare]

ξεκουκουτσιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  denitrificazione denocciolatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

denigratore (αρσ. επίθ και ουσ)
denigratorio (επίθ.)
denigrazione (θηλ.ουσ)
denitrificare (ρ. μτβ.)
denitrificazione (θηλ.ουσ)
denocciolare (ρ. μτβ.)
denocciolatrice (θηλ.ουσ)
denominale (αρσ. επίθ και ουσ)
denominare (ρ. μτβ.)
denominarsi (ρ.μ. (αντων.))
denominativo (ουσ αρσ )
denominativo (επίθ.)
denominatore (αρσ. επίθ και ουσ)
denominazione (θηλ.ουσ)
denotare (ρ. μτβ.)
denotazione (θηλ.ουσ)
densimetria (θηλ.ουσ)
densimetro (ουσ αρσ )
densità (θηλ.ουσ)
denso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---