Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demòtico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈmɔtiko]

1 κοινός
2 φτηνός
3 δημοτικός
4 λαὶκός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demostene demotismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demoralizzazione (θηλ.ουσ)
demos (ουσ αρσ )
demoscopia (θηλ.ουσ)
demoscopico (επίθ.)
demostene (ουσ αρσ )
demotico (αρσ. επίθ και ουσ)
demotismo (ουσ αρσ )
demulcente (αρσ. επίθ και ουσ)
denaro (ουσ αρσ )
denaroso (αρσ. επίθ και ουσ)
denatalità (θηλ.ουσ)
denaturante (ουσ αρσ )
denaturante (επίθ.)
denaturare (ρ. μτβ.)
denaturato (επίθ.)
denaturazione (θηλ.ουσ)
denazificare (ρ. μτβ.)
denazificazione (θηλ.ουσ)
denazionalizzare (ρ. μτβ.)
denazionalizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---