Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdemòtico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [deˈmɔtiko] 1 κοινός 2 φτηνός 3 δημοτικός 4 λαὶκός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |