Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcroàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kroˈato] ο Κροάτης, η Κροάτισσα croàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kroˈato] κροατικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |