Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


croàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kroˈato]

ο Κροάτης, η Κροάτισσα

croàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kroˈato]

κροατικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crivello Croazia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crittografo (ουσ αρσ )
crittogramma (ουσ αρσ )
crivellare (ρ. μτβ.)
crivellatura (θηλ.ουσ)
crivello (ουσ αρσ )
croato (ουσ αρσ )
croato (επίθ.)
Croazia (κύρ.όν. θηλ.)
croccante (αρσ. επίθ και ουσ)
crocchetta (θηλ.ουσ)
crocchia (θηλ.ουσ)
crocchiare (ρ.αμτβ.)
crocchio (ουσ αρσ )
croccolone (ουσ αρσ )
croce (θηλ.ουσ)
crocefiggere (ρ. μτβ.)
crocefisso (αρσ. επίθ και ουσ)
croceo (επίθ.)
crocerista (ουσ αρσ και θηλ.)
crocerossina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---